- αιμάσσω
- (Α αἱμάσσω)νεοελλ.1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρωαρχ.1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα2. τραυματίζω, πληγώνω3. έχω το χρώμα τού αίματος4. προκαλώ αιματηρό τέλος5. (ως ιατρ. όρος) κάνω αφαίμαξη με φλεβοτομία6. μέσ. ματώνω, μέ παίρνουν τα αίματα7. παθ. αιματοκυλιέμαι, φονεύομαι, σφάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα.ΠΑΡ. αρχ. αἱμαγμός, αἱμακτός, αἵμαξις].
Dictionary of Greek. 2013.